προσκαταγιγνώσκω

προσκαταγιγνώσκω
Α
1. καταδικάζω επί πλέον
2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῑς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσκαταγινωσκομένων — προσκαταγιγνώσκω condemn besides pres part mp fem gen pl (ionic) προσκαταγιγνώσκω condemn besides pres part mp masc/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταγνωσθέντα — προσκαταγιγνώσκω condemn besides aor part pass neut nom/voc/acc pl προσκαταγιγνώσκω condemn besides aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταγνούς — προσκαταγιγνώσκω condemn besides aor part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταγνώσεσθε — προσκαταγιγνώσκω condemn besides fut ind mid 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταγνώσεται — προσκαταγιγνώσκω condemn besides fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκατεγνωσμένους — προσκαταγιγνώσκω condemn besides perf part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”