- προσκαταγιγνώσκω
- Α1. καταδικάζω επί πλέον2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῑς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.